συγχρωτισμός

συγχρωτισμός
ο, Ν [συγχρωτίζομαι]
συναναστροφή, στενή σχέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγχρωτισμός — ο στενή κοινωνική επαφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάμιξη — η (Α ἀνάμιξις) [ἀναμείγνυμι] 1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα 2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός 3. σαρκική μίξη, συνουσία νεοελλ. 1. συμμετοχή 2. παρέμβαση, επέμβαση …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών …   Dictionary of Greek

  • συναναστροφή — η, ΝΜΑ [συναναστρέφομαι] 1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς» …   Dictionary of Greek

  • σύγχρησις — ήσεως, ἡ, Α [συγχρῶμαι] 1. η από κοινού χρήση 2. συναναστροφή, συγχρωτισμός 3. φρ. «σύγχρησις ὀνομάτων» η χρήση τών λέξεων ως συνωνύμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”